προπανοδιόλη

προπανοδιόλη
η, Ν
χημ. συνοπτική ονομασία τριών άκυκλων οργανικών ενώσεων, κεκορεσμένων δισθενών αλκοολών, παραγώγων τού προπανίου, ισομερών μεταξύ τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προπυλενογλυκόλη — η, Ν χημ. κοινή ονομασία τής οργανικής ένωσης 1, 2 προπανοδιόλη, η οποία παρασκευάζεται με ενυδάτωση τού προπυλενοξειδίου ή με επίδραση χλωριούχου ύδατος και ανθρακικού νατρίου στο προπυλένιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”